- υπόφαυλος
- -αύλη, -ον, Α [φαῡλος]ο κάπως χαμηλής αξίας, περιεκτικότητας, ποιότητας ή μεγέθους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπόφαυλον — ὑπόφαυλος somewhat low masc acc sg ὑπόφαυλος somewhat low neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποφαύλη — ὑπόφαυλος somewhat low fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποφαύλην — ὑπόφαυλος somewhat low fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποφαύλης — ὑπόφαυλος somewhat low fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποφαύλῃ — ὑπόφαυλος somewhat low fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόφαυλα — ὑπόφαυλος somewhat low neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόφαυλοι — ὑπόφαυλος somewhat low masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)